- Θηραμένους
- Θηραμένηςmasc gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θηραμένους — θηρᾱμένους , θηράω hunt pres part mp masc acc pl (doric aeolic) θηρᾱμένους , θηράω hunt perf part mp masc acc pl (attic) θηρᾱμένους , θηράω hunt pres part mp masc acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόθορνος — Υπόδημα που φορούσαν οι ηθοποιοί της αρχαίας τραγωδίας. Επρόκειτο για μια κοντή μπότα που δενόταν μπροστά με κορδόνια και είχε παχύ πέλμα, ώστε να προσδίδει μεγαλύτερο ανάστημα στον υποκριτή. Στον κ. –του οποίου η εισαγωγή στο αρχαίο ελληνικό… … Dictionary of Greek